«Και των Κρητών ήτο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος,
όσους απόστειλε η Κνωσός και η πυργωμένη Γόρτυς
και ο λευκόγειος Λύκαστος και η Μίλητος και η Λύκτος,
το Ρύτιον και η Φαιστός χώρες λαμπρές και άλλοι
οπού την εκατόμπολιν εκατοικούσαν Κρήτην.»
(Ομήρου Ιλιάδα, ραψ.Β, στ. 645-649, μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά)
Η Φαιστός ήταν αρχαία πόλη και ανακτορικό κέντρο της μινωικής Κρήτης στο νότιο τμήμα του νησιού και δεύτερο σημαντικότερο κέντρο μετά τη Κνωσό. Γίνεται συχνά αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Η πιο πρώιμη σωζόμενη αναφορά βρίσκεται στον Όμηρο και πιο συγκεκριμένα, στην Ιλιάδα (Β 648) και στην Οδύσσεια ( Γ 269). Η Φαιστός φαίνεται ως πόλη «ευ ναιετάωσα», δηλαδή καλά κατοικημένη, ενώ τα ομηρικά έπη αναφέρουν πως συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο, στον Νηών Κατάλογον. Ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι η Φαιστός μαζί με τη Κνωσό και τη Κυδωνία, ήταν οι τρεις πόλεις που ίδρυσε ο Μίνωας στη Κρήτη. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, του Παυσανία και του Στέφανου του Βυζάντιου, υποστηρίζουν στα κείμενά τους ότι ιδρυτής της ήταν ο Φαίστος γιος του Ηρακλή ή του Ραπάλου.
Είχε δικά της νομίσματα και είχε συνάψει συμμαχία μαζί με άλλες αυτόνομες πόλεις της Κρήτης, με το βασιλιά της Περγάμου, Ευμένη Β΄. Τα αρχαιότερα νομίσματα της Φαιστού δείχνουν την Ευρώπη καθισμένη σε ταύρο. Άλλα παρουσιάζουν τον Τάλω (= χάλκινο τέρας που κατασκεύασε ο Ήφαιστος και το δώρισε στο Μίνωα ή στην Ευρώπη, για να προστατεύει τις ακτές της Κρήτης από κάθε επιδρομέα.) ή τον Ηρακλή χωρίς γένια και εστεμμένο ή το Δία με μορφή γυμνού νέου που κάθεται σε δέντρο. Σε όλα τα νομίσματα επικρατεί η επιγραφή ΦΑΙΣ ή ΦΑΙΣΤΙ(ων), γραμμένη προς τα δεξιά ή την αριστερή πλευρά της συμβολικής παράστασης.
Φαίστιος ήταν και ο Επιμενίδης, ο σοφός που κλήθηκε από τους Αθηναίους να αποκαθάρει το άστυ από το Κυλώνειο άγος.
Οι Φαίστιοι διακρίνονταν για τα αστεία γνωμικά τους.
Ο εντοπισμός της Φαιστού έγινε από τον Άγγλο πλοίαρχο Σπρατ, ο οποίος περιηγήθηκε στη Κρήτη την περίοδο 1851-1853, στον ανατολικότερο μέρος μιας σειράς λόφων που δεσπόζουν στη πεδιάδα της κάτω Μεσαράς, νότια του ποταμού Γεροπόταμου (αρχαία ονομασία: Ληθαίος). Ο εντοπισμός και η ταύτιση της Φαιστού έγιναν με βάση τις πληροφορίες του Στράβωνα, ο οποίος και καθόριζε τη θέση της πόλης από τη γειτονική Γόρτυνα, τα Μάταλα ή Μάταλον (επίνειο της Φαιστού) και τη θάλασσα. Το 1884, ο Ιταλός αρχαιολόγος Άλμπερ, επισκεύθηκε τον χώρο της Φαιστού. Η τυχαία ανεύρεση πρωτομινωικών ταφικών κτερισμάτων κοντά στο ναΐσκο του Αγίου Ονούφριου και η ανακάλυψη του σπηλαίου των Καμαρών στις πλαγιές του Ψηλορείτη, απέναντι από τη Φαιστό, ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο το αρχαιολογικό ενδιαφέρον για τη περιοχή. Το 1898 δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για ανασκαφές και παραχωρήθηκε στην ιταλική αποστολή το δικαίωμα ανασκαφών. Τον Ιούνιο του 1900 ανακαλύφθηκε το ανάκτορο της Φαιστού και το 1909 ανακαλύφθηκε το νεότερο ανάκτορο. Το 1950 συνεχίστηκαν στο χώρο της Φαιστού οι ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Ήρθαν στο φως μεγάλα τμήματα του πρώτου ανακτόρου, πολύχρωμα αγγεία καμαραϊκού ρυθμού και μια σειρά σφραγιδόλιθων. Γύρω από το ανάκτορο, στις πλαγιές και στους πρόποδες του λόφου, θα πρέπει να εκτεινόταν ο οικισμός όπως φανερώνουν οι μινωϊκές οικίες που αποκαλύφθηκαν στη θέση Χάλαρα (ανατολικά του ανακτόρου) και βόρεια από το μικρό ναό της Αγ. Φωτεινής. Η πόλη της Φαιστού πιθανότατα εκτεινόταν και προς τα νότια έως το σημερινό χωριό Άγ. Ιωάννης. Στα νοτιοδυτικά της Φαιστού στη θέση Καμηλάρης, βρέθηκε ένας μεγάλος και πλούσιος κτερισμένος θολωτός τάφος. Στα βορειοανατολικά της πόλης, στη θέση Καλύβια, ανασκάφηκαν από τον Στέφανο Ξανθουδίδη πλούσια κτερισμένοι τάφοι της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου.
Γενικά, τα ερείπια της Φαιστού καταλαμβάνουν μια μεγάλη έκταση και καλύπτουν, σχεδόν με συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, η οποία χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή έως τη ύστερη ελληνιστική περίοδο.
Λείψανα της οικιών της νεολιθικής εποχής ανακαλύφθηκαν σε ορισμένα σημεία κάτω από τα δάπεδα της δυτικής πτέρυγας και της κεντρικής αυλής του ανακτόρου. Στο νότιο μέρος της αυλής βρέθηκε επίσης μια κυκλική κατασκευή της ίδιας εποχής. Άλλα κινητά ευρήματα που ήρθαν στο φως περιλαμβάνουν κομμάτια από σπασμένα αγγεία, λίθινους πελέκεις, λεπίδες οψιδιανού και πήλινα αναθηματικά ειδώλια.
Υπονεολιθικά κεραμικά ευρήματα και λείψανα της προανακτορικής περιόδου (2600-1900 π.Χ.)αποκαλύφθηκαν στη δυτική πτέρυγα και στο περιστύλιο της βόρειας πτέρυγας. Προανακτορικά ευρήματα βρέθηκαν επίσης έξω από την πρόσοψη των παλαιών ανακτόρων, στο νοτιοδυτικό τομέα και πάνω από τη κυκλική κατασκευή που αναφέρθηκε.
Το πρώτο ανάκτορο χτίστηκε λίγο μετά το 2000 π.Χ. και είναι γνωστό σήμερα χάρη στις έρευνες του Περνιέ και κυρίως του σημαντικού Ιταλού αρχαιολόγου Ντόρο Λέβι, ο οποίος ανακάλυψε ένα μεγάλο τμήμα τους. Το τμήμα αυτό βρίσκεται χαμηλότερα από τη δυτική αυλή και έχει ωραία πρόσοψη με πλαστική εξωτερική διαμόρφωση, λιθόστρωτη αυλή και μια πυργοειδή προεξοχή με ράμπα, η οποία οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο. Το παλαιό ανάκτορο καταστράφηκε τρεις φορές σε χρονικό διάστημα περίπου τριών αιώνων. Μετά τη πρώτη και τη δεύτερη καταστροφή έγινε επισκευή και ανοικοδόμηση, γι’αυτό και διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις.
Μετά τη τελευταία καταστροφή που έλαβε χώρα γύρω στο 1700 π.Χ., τα παλαιά ανάκτορα έπαψαν να χρησιμοποιούνται και έγινε ριζική ανοικοδόμηση του ανακτορικού κέντρου. Η γραμμή των προσόψεων άλλαξε και κατασκευάστηκαν άνδηρα (= σωροί χώματος στην άκρη ποταμού ή τάφρου ως ανάχωμα ) που βρίσκονταν ψηλότερα από τα προηγούμενα. Κατά τη περίοδο αυτή η δυτική πρόσοψη του παλαιού ανακτόρου μεταφέρθηκε ανατολικότερα και διαμορφώθηκαν τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα της νεοανακτορικής περιόδου. Οι βαθμίδες του θεατρικού χώρου σε συνδυασμό με δυο λαμπρά κλιμακοστάσια, καθιστούσαν μεγαλοπρεπή την προσπέλαση προς την κύρια αίθουσα των προπυλαίων με τις ψηλές πόρτες. Μια δίδυμη πύλη οδηγούσε κατευθείαν στη κεντρική αυλή μέσω ενός δρόμου με μεγάλο πλάτος. Η λαμπρότητα του εσωτερικού των αιθουσών οφειλόταν στην επένδυση των δαπέδων και των τοίχων με πλάκες λεπτόκοκκου και λευκού γυψόλιθου. Στους επάνω ορόφους της δυτικής πτέρυγας υπήρχαν ευρύχωρες αίθουσες τελετουργιών, αν και οι ακριβής αποκατάστασή τους δεν κατέστη δυνατή. Μια λαμπρή είσοδος από τη κεντρική αυλή οδηγούσε στα βασιλικά διαμερίσματα στο βόρειο τμήμα του ανακτόρου, τα οποία έβλεπαν στις κορυφές του Ψηλορείτη, ενώ για τη κατασκευή τους είχε χρησιμοποιηθεί μέχρι και αλάβαστρο. Για τους πρίγκιπες υπήρχαν ιδιαίτερα δωμάτια, μικρότερα και λιγότερο πολυτελή από τα δωμάτια των βασιλικών διαμερισμάτων. Στους αποθέτες του βόρειου συγκροτήματος βρέθηκε και ο περίφημος δίσκος της Φαιστού, στον οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω.
Τα εργαστήρια ήταν συγκεντρωμένα γύρω από μια αυλή στο ανατολικό τμήμα του ανακτόρου, κοντά στη δεξαμενή καθαρμών. Το δυτικό τμήμα του ανακτόρου περιλάμβανε αποθήκες και ιερά. Στο κέντρο της κύριας αυλής ανακαλύφθηκε ένα πεταλόσχημο κτίριο, που θα πρέπει να αποτελούσε ένα είδος υψικαμίνου για τη τήξη του χαλκού.
H ζωή των νέων ανακτόρων τερματίστηκε οριστικά κατά την περίοδο μεταξύ του 1500 και 1450 π.Χ. αφού τη χρονική αυτή περίοδο το ίδιο συνέβη και με όλα υ\τα σημαντικά μινωικά κέντρα. Η χρονολογία προκύπτει από τη κεραμική, καθώς από τα ευρήματα απουσιάζουν δείγματα του ανακτορικού ρυθμού που αναπτύχθηκε στη Κνωσό στην επόμενη φάση. Επίσης στη Φαιστό υπάρχουν δείγματα της γραμμικής Β΄ . Κατά την ύστερη μυκηναϊκή περίοδο όμως, θα πρέπει να επανακατοικήθηκαν πολλά από τα τμήματα του ανακτόρου. Η ζωή της πόλης συνεχίστηκε και στους ιστορικούς χρόνους, αφού κατά τις ανασκαφές των τελευταίων χρόνων ήρθαν στο φώς λείψανα της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής φάσης (9ος- 7ος αι. π.Χ.) στα νοτιοδυτικά του ανακτόρου. Το πιο σημαντικό από τα κτίσματα της αρχαϊκής περιόδου είναι ο ναός της Ρέας ή της Λητούς, ο οποίος βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία του ανακτόρου. Χαρακτηριστικά ευρήματα της αρχαϊκής περιόδου αποτελούν και ορισμένοι εντυπωσιακοί ανάγλυφοι πίθοι. Άλλοι γεωμετρικοί οικισμοί έχουν εντοπιστεί στις θέσεις Αφέντης Χριστός και Αγία Φωτεινή. Στη θέση Χάλαρα, ανατολικά του ανακτόρου, ανακαλύφθηκαν οικίες της ελληνιστικής περιόδου με κύρια χαρακτηριστικά την πρόσοψη από λαξευτούς πωρόλιθους και την ύπαρξη κλίμακας, οι οποίες και εμφανίζουν δυο διαδοχικές φάσεις κατοίκησης.
Γύρω στο 150 π.Χ. η Φαιστός ηττήθηκε από τη γειτονική ( και ισχυρότερη τότε) πόλη της Γόρτυνας και καταστράφηκε ολοσχερώς.
Πήλινος δίσκος που βρέθηκε το1908 σε μινωϊκό ερείπιο της Φαιστού. Έχει διάμετρο 17 εκατοστά του μέτρου και φέρει στις δυο επιφάνειές του, επιγραφή σε μινωϊκή γραφή, σε άγνωστη γλώσσα που αναπτύσσεται σπειροειδώς από τη περιφέρεια προς το κέντρο. Πρόκειται για 241 αυτοτελή και 61 ομαδικά σημεία, που αποτελούν κράμα συλλαβικής και ιδεογραφικής γραφής. Τα στοιχεία είχαν ¨τυπωθεί ¨ πάνω στο δίσκο με μικρές σφραγίδες πριν ακόμη ψηθεί στον κεραμευτικό κλίβανο. Το συχνότερο ιερογλυφικό σημείο είναι παράσταση πολεμιστή με φτερωτό κάλυμμα που θυμίζει τις περικεφαλαίες των Φιλισταίων. Ο Έβανς υποθέτει πως η γραφή είναι μικρασιατική, ίσως της Λυκίας, και το κείμενο είναι ύμνος προς τιμή της Κυβέλης. Άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για έγγραφο που ρυθμίζει δοσοληψίες μεταξύ ηγεμόνων της Φαιστού και της Ανατολής.
Θεωρείται έργο του 1700-1600 π.Χ. και ο αινιγματικός του χαρακτήρας αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος για τους μελετητές.
ΠΗΓΕΣ:
1.Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
2. «Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου» του Γιάννη Λάμψα
3. «Ομήρου Ιλιάδα» , μετάφραση Ιακώβου Πολυλά
4. Διαδίκτυο (φωτογραφίες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου