Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

ΚΑΒΕΙΡΟΙ και ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ


ΚΑΒΕΙΡΟΙ και ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Ιερό στη Σαμοθράκη

ΓΕΝΙΚΑ
Πανάρχαιες θεότητες που λατρεύονταν στην Ελλάδα από την εποχή των Πελασγών. Η προέλευσή τους και  η ετυμολογία της ονομασίας τους παραμένει αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης, των οποίων η ονομασία προέρχεται, ίσως, από το σημιτικό Kabirim(=ισχυροί, μεγάλοι) κατά τον Γκρόουτ, ενώ κατά τους Βίκερ και Μάρεϋ ότι έχει ελληνική προέλευση και προέρχεται από το ρήμα καίω.
Οι Κάβειροι ήταν χθόνιοι δαίμονες που σχετίζονταν με τη φωτιά, τη κατεργασία των μετάλλων και την ευφορία της γης, ενώ προστάτευαν και τους ναυτιλομένους. Συγκεκριμένα, στην Ίμβρο και στη Θάσο ως προστάτες του τρυγητή και των τεχνών, όπως ο πατέρας τους Ήφαιστος. Στη Σαμοθράκη, κοιτίδα της λατρείας τους, τους θεωρούσαν προστάτες της ναυτιλίας.
Συχνά  ταυτίζονταν με τους Κορύβαντες, τους Διόσκουρους και άλλες θεότητες του ελληνικού πανθέου(Δήμητρα, Περσεφόνη, Άδη, Ερμή, Δία, Ήρα). Σύμφωνα με τη πιο διαδεδομένη παράδοση, πατέρας τους ήταν ο Ήφαιστος και μητέρα τους η κόρη του Πρωτέα, Καβειρώ.
Πρώτος που αναφέρει τους Καβείρους είναι ο Πίνδαρος. Οι πιστοί τους, τους χαρακτήριζαν θεούς μεγάλους, και τους λάτρευαν με μυστήρια και νυχτερινές τελετές, που οι λεπτομέρειές τους παραμένουν άγνωστες. Κατά τον Αθηνίωνα, οι Κάβειροι ήταν δύο, ο Ιασίων και ο Δάρδανος, γιοι του Διός από τη κόρη του Άτλαντος Ηλέκτρα. Χρωστούσαν το όνομά τους στο φρυγικό βουνό Κάβειρο, όπου αρχικά έμεναν. Κατά τον Μνασέα (=περιηγητής), οι Κάβειροι ήταν τρεις όπως οι Καβειρίδες Νύμφες, οι αδελφές τους, παιδιά του Ηφαίστου και της Καβειρούς, κόρης του Πρωτέως και της Αγχινόης και γεννήθηκαν στη Λήμνο.
    Οι χαρακτήρες και ο αριθμός των Καβείρων, ποίκιλαν κατά τόπους. Η λατρεία τους, μυστηριακής φύσης, ήταν διαδεδομένη κυρίως στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου (Λήμνο, Σαμοθράκη, Ίμβρο), στη Βοιωτία αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας (περιοχή των Θηβών), όπου άκμαζαν το Καβείριο ιερό για τις θηλυκές θεότητες και το Ιερό των Καβείρων για τις αρσενικές θεότητες, καθώς επίσης και σε περιοχές της Μ. Ασίας (Μίλητος, Έφεσος). Το Ιερό των Καβείρων ή Καβείριον, βρίσκεται 25 στάδια βόρεια των Θηβαϊκών Μηιστών  Πυλών. Το 1887, η Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή βρήκε ερείπια του ιερού, με επιγραφές, αγγεία και αγάλματα.
Στη Μακεδονία και στη Λήμνο λατρευόταν μια τριάδα, στη Θήβα ένα ζεύγος αρσενικών θεών (ο Κάβειρος και ο Παις, τους οποίους ο Απολλώνιος ο Ρόδιος(Αργοναυτικά) αναφέρει ως Δία και Διόνυσο) μαζί με τη Μεγάλη Θεά. Στη Σαμοθράκη τέσσερις : ο Αξίερος, η Αξιόκερσα, ο Αξιόκερσος (η Δήμητρα, η Περσεφόνη, και ο Πλούτωνας- Άδης, αντίστοιχα) και ένας τέταρτος δευτερεύων θεός (ο Καδμίλος ή Κασμίλος), τον οποίο ορισμένοι ταυτίζουν με τον χθόνιο ιθυφαλλικό (=θεό της γονιμότητας) Ερμή .Υπήρχε η πίστη πως οι δύο Κάβειροι σκότωσαν τον τρίτο, τον Καδμίλο και τον ανέστησε ο Ερμής, γι’αυτό τους θεωρούσαν προσωποποίηση της πίστης στην αθανασία της ψυχής. Τα της λατρείας τους δεν έγιναν γνωστά ποτέ. Οι μυούμενοι στη λατρεία των Καβείρων φορούσαν μια ζώνη, που υποτίθεται πως τους προφύλασσε από κάθε κίνδυνο. Τέτοια ζώνη φορούσαν ο Οδυσσέας και ο Αγαμέμνωνας.
Τη Σαμοθράκη επισκέφτηκαν ο  Ορφέας, ο Ηρακλής, οι περισσότεροι Αργοναύτες, ο Φίλιππος Β΄ και η Ολυμπιάδα, ο Περσέας της Μακεδονίας και άλλοι.


ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΜΥΗΣΗ
Ο σπουδαιότερος τόπος λατρείας των Καβειρίων μυστηρίων ήταν η Σαμοθράκη. Όμως οι τοπικές επιγραφές δεν τους αναφέρουν ως Κάβειρους, αλλά με τη γενική ονομασία Μεγάλοι Θεοί. Στο νησί αυτό οι Κάβειροι λατρεύονταν από τους προελληνικούς χρόνους, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα των ανασκαφών, η επιβίωση μιας μη ελληνικής λειτουργικής γλώσσας και τελετουργικά έθιμα, όπως η εξομολόγηση των αμαρτιών, που δεν έχουν το ανάλογό τους στην αρχαιοελληνική θρησκεία. Όμως η μεγαλύτερη διάδοση των μυστηρίων της Σαμοθράκης άρχισε από τον 3ο αι. π.Χ., οπότε η μακεδονική πολιτική τα ευνόησε για να επισκιάσουν τα Ελευσίνια μυστήρια.
Η μύηση εστιάζονταν κυρίως στα περί γενέσεως και λιγότερο στα περί θανάτου, όπως γινόταν στα Ελευσίνια Μυστήρια. Σε κανένα σημείο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας δεν υπάρχει συσχέτιση των Καβειρίων Μυστηρίων για διδασκαλία περί μετεμψύχωσης και αθανασίας της ψυχής. Ούτε και τα μέχρι τώρα ευρήματα δείχνουν κάτι τέτοιο. Εκείνοι που επρόκειτο να μυηθούν εξομολογούνταν τα αμαρτήματά τους στον ιερέα που ονομάζονταν Κόης ή Καίης. Επίσης υπήρχαν και οι Ανακτοτελεστές που αποφάσιζαν, ποιοι από αυτούς που προσέρχονταν ήταν άξιοι να μυηθούν και η Λουτροφόρος που ήταν η ιέρεια και η υπεύθυνη για τους καθαρμούς των υποψηφίων. Οι μυήσεις γίνονταν σε ορισμένη εποχή του χρόνου και διαρκούσαν εννέα ημέρες.
Ιερά των Καβείρων είχαν δημιουργηθεί στη Σαμοθράκη και στη Θήβα, όπως αναφέραμε προηγουμένως, όπου, εκτός από το ναό, υπήρχε και μικρό θέατρο για τους μυημένους, στην ορχήστρα του οποίου διαδραματίζονταν μυστηριακές τελετές.

ΠΗΓΕΣ:
  1. ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ του Γιάννη Λάμψα
  2. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ
  3. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

ΟΡΦΙΚΑ


OΡΦΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ή ΟΡΦIΣΜΟΣ

Θυσία προς τη θεά Αθηνά Προμάχο (από Παναθηναϊκό αμφορέα)

ΓΕΝΙΚΑ
   Τα Ορφικά, είναι ένα σύνολο ποιημάτων και κειμένων θρησκευτικού χαρακτήρα, που γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς και σε διάφορες εποχές, από τον 6ο π.Χ. αι. έως και τον 4ο αι. μ.Χ., τα οποία αποτέλεσαν τη γραμματεία  της μυστηριακής λατρείας που ονομάστηκε Ορφισμός. Τα ποιήματα και οι διδασκαλίες του 6ου αι. π.Χ. αποδόθηκαν στον Ορφέα, ο οποίος είναι μυθικό πρόσωπο. Συνολικά τα κείμενα αυτά περιείχαν δογματικά διατυπωμένες διδασκαλίες, καθώς και ύμνους σε θεούς και σε προσωποποιημένες δυνάμεις της φύσης ή έννοιες ηθικής τάξης, θεογονίας και κοσμογονίας, εξορκισμούς, εντολές, κ.α. Ο Ηρόδοτος, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης καθώς και άλλοι σοφοί τον επαινούν. Ο Πεισίστρατος και τα παιδιά του τον δέχτηκαν και μαζί με τον Ονομάκριτο, τον αναδιοργάνωσαν.
   Ξεκίνησαν αρχικά από τη Θράκη και σύντομα διαδόθηκαν σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και στις αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Η κίνηση αυτή αν και αρχικά θεωρήθηκε θρησκευτική αίρεση που αναπτύχθηκε παράλληλα και σε συνάφεια με τη διονυσιακή λατρεία, αργότερα φάνηκε ότι είχε ιστορικά αμφισβήτησης της επίσημης αρχαιοελληνικής θρησκείας. Πράγματι, στη πλήρη του μορφή ο Ορφισμός, εκδηλώθηκε ακριβώς μετά τη κλασσική εποχή, όταν τα θρησκευτικά και ιδεολογικά σχήματα άρχισαν να υποχωρούν. Πολλοί μελετητές αναγνωρίζουν στον Ορφισμό ξένες επιρροές, κυρίως μυστικιστικά και παλαιοχριστιανικά στοιχεία, τα οποία προστέθηκαν αργότερα. Γενικά μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι ο Ορφισμός τόνιζε ιδιαίτερα τη θεία φύση του ανθρώπου, και κατά συνέπεια, την αθανασία και την επιβίωση πέραν του τάφου, ξεπερνώντας έτσι τα  όρια που η κλασσική ελληνική θρησκεία είχε καθορίσει..
   Από την ορφική γραμματεία δεν έχουν διασωθεί παρά μόνο μερικά αποσπάσματα, τα οποία υποδεικνύουν ότι επρόκειτο πραγματικά για μυστικίζουσα δογματική διατύπωση θρησκευτικής διδασκαλίας, με σκοπό την αποκάλυψη του αληθινού λόγου και της αληθινής συνάρτησης του κόσμου, της φύσης, της θεότητας, του μυστηρίου της ψυχής και της σχέσης με το  σώμα.
   Συνδεόταν με  την άσκηση ενός τρόπου ζωής, ο οποίος έθετε στόχο τον καθαρμό της ζωής από τους ηθικούς ρύπους, ώστε να γίνει δυνατή η διατήρηση της θείας φύσης μετά το φυσικό θάνατο. Στις πεποιθήσεις αυτές οφείλονταν οι διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού που ακολουθούσαν οι οπαδοί του Ορφισμού και η αποχή από διάφορες δραστηριότητες, όπως π.χ. η κρεοφαγία.

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ
   Τα Ορφικά μυστήρια δεν είχαν ένα ορισμένο κέντρο λατρείας. Πήγαιναν από τόπο σε τόπο οι κήρυκες και ορφεοτελεστές και τελούσαν τα μυστήρια σε ιερούς οίκους. Σε αυτά έπαιρναν μέρος μόνο οι μύστες και απαγορευόταν η είσοδος στους αμύητους, τους βέβηλους. Οι ορφεοτελεστές, που ζητούσαν άφεση αμαρτιών και εξασφάλιση μιας ευτυχισμένης ζωής μετά το θάνατο, όπου έβλεπαν πως το κήρυγμά τους είχε απήχηση, ίδρυσαν ορφικές κοινότητες ή θιάσους, που επηρέαζαν ευρέως και συνέβαλαν στη περαιτέρω διάδοση των ορφικών ιδεών.
   Όπως προαναφέραμε, τα Ορφικά μυστήρια διακρίνονταν από τα υπόλοιπα κατά το ότι περιείχαν ποιήματα με δογματική θεολογία, πράγμα που δεν υπήρχε στα Ελευσίνια μυστήρια, στα μυστήρια της Σαμοθράκης ή στα Διονυσιακά. Σε αυτά ανήκουν οι ορφικές θεογονίες, αφού το τελευταίο  μέρος τους αποτελούσε τη γέννηση του Διονύσου που ταυτιζόταν με τον Ορφέα. Τον Διόνυσο Ζαγρέα τον είχαν υποτίθεται κομματιάσει και καταβροχθίσει οι Τιτάνες, οι οποίοι για αυτή τους τη πράξη, είχαν κατακεραυνωθεί από τον ίδιο τον Δία. Από τη τέφρα  τους έφτιαξε ο Δίας τον άνθρωπο. Όπως στη τέφρα αυτή υπήρχε και η τέφρα του Διονύσου, ο άνθρωπος είχε σώμα τιτανικό και ψυχή διονυσιακή, ήταν δηλαδή ον διφυές, με σώμα και πνεύμα, πράγμα που τον καθιστούσε άνθρωπο και θεό. Στην ιστορία αυτή στηρίζεται η ορφική ηθική, που αίτημά της είναι η απαλλαγή του ανθρώπου από το κατώτερο, το κτηνώδες στοιχείο της φύσης του και η ενίσχυση του θεϊκού στοιχείου. Έτσι ελευθερώνεται από τα γνήσια δεσμά του και μπορεί μετά το θάνατό του να να επανέλθει στην ουράνια πατρίδα του. Οι ορφικοί που ονόμαζαν τους εαυτούς τους καθαρούς, ήταν –όπως αναφέραμε παραπάνω – φυτοφάγοι. Η αμοιβή τους για τη καθαρή ζωή γινόταν ως εξής: η ψυχή κλεινόταν πολλές φορές στο γήινο σώμα, εισερχόταν από  σώμα σε σώμα, ακόμα και σε σώμα ζώου. Γινόταν δηλαδή, μετενσάρκωση, που τη συναντάμε και σε άλλες θρησκείες και που οι ορφικοί τη πήραν από πρωτόγονες λαϊκές παραστάσεις. Η ψυχή τιμωρείται για όσες αμαρτίες έκανε όταν ήταν συνδεμένη ακόμα με το σώμα. Οι ορφικοί επινόησαν πολλές τιμωρίες, ανάλογες με το είδος και το μέγεθος της αμαρτίας. Η μοίρα όσων δεν ήθελαν να υποστούν  τη κάθαρση από τη σωματική μόλυνση, στις διάφορες μετενσαρκώσεις τους, ήταν άθλια, ενώ όσοι απαλλάσσονταν από το κύκλο των γεννήσεων, ζούσαν ευτυχισμένοι. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό ήταν η μύηση στα ορφικά μυστήρια. Οι μυημένοι χρησιμοποιούσαν στη πύλη του Άδη τον συμβολικό τύπο ότι ήταν καθαροί. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, τοποθετούσαν μαζί με το νεκρό στο τάφο του τον τύπο που έλεγε: «Είμαι γιος της γης και του έναστρου ουρανού».
   Η ευτυχία των καθαρών στα Ηλύσια Πεδία του Άδου, περιγράφεται στις Καθόδους εις Άδην του Ορφέως. Στη Κάτω Ιταλία, τις θρησκευτικές ιδέες των ορφικών τις πήραν οι Πυθαγόρειοι. Οι στωικοί θεωρούσαν τα βιβλία των ορφικών ως συλλογή θείων αποκαλύψεων και οι νεωπλατωνικοί στήριζαν σε αυτά τις κυριότερες διδασκαλίες  τους. Βασισμένη στις μυστηριακές αυτές θρησκείες, αναπτύχθηκε μια θεολογία που ονομάστηκε  γι’αυτό μυστηριακή, σύμφωνα με την οποία το πλήθος των θεών περιοριζόταν σε τρεις. Οι θεότητες αυτές ήταν οι θεμελιώδεις δυνάμεις του σύμπαντος και σχετίζονταν μεταξύ τους. Η δημιουργός αρχή ¨θεός πατήρ¨ , η δεχόμενη και παράγουσα είναι η ¨θεά μήτηρ¨ και η θεότητα που  προέρχεται από αυτούς τους δύο ονομάζεται ¨θεός υιός¨ ή ¨υιός θεού¨ , που έχει δύο φύσεις, σωματική και πνευματική. Σώμα είναι ο αισθητός κόσμος και πνεύμα η λογική, που διοικεί τον αισθητό κόσμο και τον συγκρατεί. Σκοπός των μυστηρίων είναι η γονιμοποίηση των ψυχών από τον θεό, που γεννάει μέσα τους τη λογική, τις ελευθερώνει από τη δύναμη της ύλης και κάνει με τον τρόπο αυτόν δυνατή τη γέννηση του πνεύματος στον άνθρωπο. Έτσι ερμηνεύει ο νεωπλατωνικός Πρόκλος τον νόμο των Ελευσινίων και Ορφικών μυστηρίων, ο Πλούταρχος και η ερμαϊκή γραμματεία (Ερμής ο Τρισμέγιστος) τα μυστήρια της Ίσιδος και του Οσίριδος και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης τα μυστήρια του Άττιος και της Κυβέλης. Αυτή η θεολογία των μυστηρίων επέδρασε και στα γνωστικά και στον Παρσισμό, που μεταποιήθηκε από το Μάντητα, σε μυστηριακή θρησκεία. Ο Πλάτωνας ότι αναφέρει περί Ορφισμού, το έχει μεταμορφώσει με δικές του ιδέες. Δεν έχουν σχέση με το πρώτο Ορφισμό, τον πρωτόγονο, που άλλοι δέχονταν, ότι είναι επίδραση των Ελευσινίων  και Διονυσιακών τελετών και άλλοι ότι ο Ορφισμός επέδρασε σε αυτές και ότι ο Πλάτωνας δεν δέχτηκε τις «μαγικές» οδηγίες του Ορφισμού, που έλεγε στους πιστούς του «να πιουν νερό από τη βρύση της Μνημοσύνης που χαρίζει την αιώνια ευδαιμονία. Αυτό το τελευταίο είναι άποψη του αρχιμανδρίτη κ.Τιμόθεου Κιλίφη, την οποία υποστηρίζει πως είναι, αν όχι η καλύτερη αρχαία θρησκεία.
   Όλα τα κείμενα και οι αρχαίες μαρτυρίες για τον Ορφισμό συγκεντρώθηκαν και μελετήθηκαν στο έργο του Ότο Κέρν «Οrphicorum Fragmenta» (Βερολίνο 1922). Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και πολυάριθμα νεκρώσιμα πλακίδια διάφορων εποχών (4ος -2ος αι. π.Χ.) και προελεύσεων (Κρήτη, Φάρσαλα, Κ. Ιταλία. Ρώμη), επιγραφές, διδασκαλίες, και εξορκισμοί με σωτήρια λόγια για το νεκρό, στα οποία ανιχνεύεται εύκολα η προέλευση του Ορφισμού, ακόμα και αν δεν αναφέρεται το όνομα του Ορφέα.
Παραπέμπω παρακάτω αποσπάσματα από ορφικούς ύμνους.

   


                                            ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ


ΟΡΦΕΥΣ ΠΡΟΣ ΜΟΥΣΑΙΟΝ.

ΕΚΑΤΗΝ

<Ευτυχώς χρώ, εταίρε.>

Μάνθανε δή, Μουσαίε, θυηπολίην περισέμνην,
ευχήν, ή δή τοι προφερεστέρη εστίν απασέων.
Ζεύ βασιλεύ καί Γαία καί ουράνιαι φλόγες αγναί
'Ηελίου, Μήνης θ' ιερόν σέλας ''Αστρα τε πάντα:
καί σύ, Ποσείδαον γαιήοχε, κυανοχαίτα,
Φερσεφόνη θ' αγνή Δημήτηρ τ' αγλαόκαρπε
''Αρτεμί <τ'> ιοχέαιρα, κόρη, καί ήιε Φοίβε,
ός Δελφών ναίεις ιερόν πέδον: ός τε μεγίστας
τιμάς εν μακάρεσσιν έχεις, Διόνυσε χορευτά:
'~Αρές τ' ομβριμόθυμε καί `Ηφαίστου μένος αγνόν
αφρογενής τε θεά, μεγαλώνυμα δώρα λαχούσα:
καί σύ, καταχθονίων βασιλεύ, μέγ' υπείροχε δαίμον,
''Ηβη τ' Ειλείθυια καί `Ηρακλέος μένος ηύ:
καί τό Δικαιοσύνης τε καί Ευσεβίης μέγ' όνειαρ
κικλήσκω Νύμφας τε κλυτάς καί Πάνα μέγιστον
''Ηρην τ', αιγιόχοιο Διός θαλερήν παράκοιτιν:
Μνημοσύνην τ' ερατήν Μούσας τ' επικέκλομαι αγνάς
εννέα καί Χάριτάς τε καί ''Ωρας ηδ' 'Ενιαυτόν
Λητώ τ' ευπλόκαμον, Θείην σεμνήν τε Διώνην
Κουρήτάς τ' ενόπλους Κορύβαντάς τ' ηδέ Καβείρους
καί μεγάλους Σωτήρας ομού, Διός άφθιτα τέκνα,
'Ιδαίους τε θεούς ηδ' άγγελον Ουρανιώνων,
`Ερμείαν κήρυκα, Θέμιν θ', ιεροσκόπον ανδρών,
Νύκτα τε πρεσβίστην καλέω καί φωσφόρον '~Ημαρ,
Πίστιν τ' ηδέ Δίκην καί αμύμονα Θεσμοδότειραν,
`Ρείαν τ' ηδέ Κρόνον καί Τηθύν κυανόπεπλον
'Ωκεανόν τε μέγαν, σύν τ' 'Ωκεανοίο θύγατρας
''Ατλαντός τε καί Αιώνος μέγ' υπείροχον ισχύν
καί Χρόνον αέναον καί τό Στυγός αγλαόν ύδωρ
μειλιχίους τε θεούς, αγαθήν τ' επί τοίσι Πρόνοιαν
Δαίμονά τ' ηγάθεον καί Δαίμονα πήμονα θνητών,
Δαίμονας ουρανίους καί ηερίους καί ενύδρους
καί χθονίους καί υποχθονίους ηδ' εμπυριφοίτους,
καί Σεμέλην Βάκχου τε συνευαστήρας άπαντας,
'Ινώ Λευκοθέην τε Παλαίμονά τ' ολβιοδώτην
Νίκην θ' ηδυέπειαν ιδ' 'Αδρήστειαν άνασσαν
καί βασιλήα μέγαν 'Ασκληπιόν ηπιοδώτην
Παλλάδα τ' εγρεμάχην κούρην, 'Ανέμους τε πρόπαντας
καί Βροντάς Κόσμου τε μέρη τετρακίονος αυδώ:
Μητέρα τ' αθανάτων, ''Αττιν καί Μήνα κικλήσκω
Ουρανίαν τε θεάν, σύν τ' άμβροτον αγνόν ''Αδωνιν
'Αρχήν τ' ηδέ Πέρας -- τό γάρ έπλετο πάσι μέγιστον --
ευμενέας ελθείν κεχαρημένον ήτορ έχοντας
τήνδε θυηπολίην ιερήν σπονδήν τ' επί σεμνήν.

Εινοδίαν `Εκάτην κλήιζω, τριοδίτιν, εραννήν,
ουρανίαν χθονίαν τε καί ειναλίαν, κροκόπεπλον,
τυμβιδίαν, ψυχαίς νεκύων μέτα βακχεύουσαν,
Περσείαν, φιλέρημον, αγαλλομένην ελάφοισι,
νυκτερίαν, σκυλακίτιν, αμαιμάκετον βασίλειαν,
θηρόβρομον, άζωστον, απρόσμαχον είδος έχουσαν,
ταυροπόλον, παντός κόσμου κληιδούχον άνασσαν,
ηγεμόνην, νύμφην, κουροτρόφον, ουρεσιφοίτιν,
λισσόμενος κούρην τελεταίς οσίαισι παρείναι
βουκόλωι ευμενέουσαν αεί κεχαρηότι θυμώι.

<Προθυραίας>, θυμίαμα στύρακα.

Κλύθί μοι, ώ πολύσεμνε θεά, πολυώνυμε δαίμον,
ωδίνων επαρωγέ, λεχών ηδεία πρόσοψι,
θηλειών σώτειρα μόνη, φιλόπαις, αγανόφρον,
ωκυλόχεια, παρούσα νέαις θνητών, Προθυραία,
κλειδούχ', ευάντητε, φιλοτρόφε, πάσι προσηνής,
ή κατέχεις οίκους πάντων θαλίαις τε γέγηθας,
λυσίζων', αφανής, έργοισι δέ φαίνηι άπασι,
συμπάσχεις ωδίσι καί ευτοκίηισι γέγηθας,
Ειλείθυια, λύουσα πόνους δειναίς εν ανάγκαις:
μούνην γάρ σέ καλούσι λεχοί ψυχής ανάπαυμα:
εν γάρ σοί τοκετών λυσιπήμονές εισιν ανίαι,
''Αρτεμις Ειλείθυια, καί η σεμνή, Προθυραία.
κλύθι, μάκαιρα, δίδου δέ γονάς επαρωγός εούσα
καί σώζ', ώσπερ έφυς αιεί σώτειρα προπάντων.

<Νυκτός>, θυμίαμα δαλούς.

Νύκτα θεών γενέτειραν αείσομαι ηδέ καί ανδρών.
{Νύξ γένεσις πάντων, ήν καί Κύπριν καλέσωμεν}
κλύθι, μάκαιρα θεά, κυαναυγής, αστεροφεγγής,
ησυχίηι χαίρουσα καί ηρεμίηι πολυύπνωι,
ευφροσύνη, τερπνή, φιλοπάννυχε, μήτερ ονείρων,
ληθομέριμν' † αγαθή τε † πόνων ανάπαυσιν έχουσα,
υπνοδότειρα, φίλη πάντων, ελάσιππε, † νυχαυγής,
ημιτελής, χθονία ηδ' ουρανία πάλιν αυτή,
εγκυκλία, παίκτειρα διώγμασιν ηεροφοίτοις,
ή φάος εκπέμπεις υπό νέρτερα καί πάλι φεύγεις
εις 'Αίδην: δεινή γάρ ανάγκη πάντα κρατύνει.
νύν σε, μάκαιρα, <καλ>ώ, πολυόλβιε, πάσι ποθεινή,
ευάντητε, κλύουσα ικετηρίδα φωνήν
έλθοις ευμενέουσα, φόβους δ' απόπεμπε νυχαυγείς.

<Ουρανού>, θυμίαμα λίβανον.

<Αιθέρος>, θυμίαμα κρόκον.

Ουρανέ παγγενέτωρ, κόσμου μέρος αιέν ατειρές,
πρεσβυγένεθλ', αρχή πάντων πάντων τε τελευτή,
κόσμε πατήρ, σφαιρηδόν ελισσόμενος περί γαίαν,
οίκε θεών μακάρων, ρόμβου δίναισιν οδεύων,
ουράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων περιβληθείς,
εν στέρνοισιν έχων φύσεως άτλητον ανάγκην,
κυανόχρως, αδάμαστε, παναίολε, αιολόμορφε,
πανδερκές, Κρονότεκνε, μάκαρ, πανυπέρτατε δαίμον,
κλύθ' επάγων ζωήν οσίαν μύστηι νεοφάντηι.

'~Ω Διός υψιμέλαθρον έχων κράτος αιέν ατειρές,
άστρων ηελίου τε σεληναίης τε μέρισμα,
πανδαμάτωρ, πυρίπνου, πάσι ζωοίσιν έναυσμα,
υψιφανής Αιθήρ, κόσμου στοιχείον άριστον,
αγλαόν ώ βλάστημα, σελασφόρον, αστεροφεγγές,
κικλήσκων λίτομαί σε κεκραμένον εύδιον είναι.

<Πρωτογόνου>, θυμίαμα σμύρναν.

<''Αστρων>, θυμίαμα αρώματα.

Πρωτόγονον καλέω διφυή, μέγαν, αιθερόπλαγκτον,
ωιογενή, χρυσέαισιν αγαλλόμενον πτερύγεσσι,
ταυροβόαν, γένεσιν μακάρων θνητών τ' ανθρώπων,
σπέρμα πολύμνηστον, πολυόργιον, 'Ηρικεπαίον,
άρρητον, κρύφιον ροιζήτορα, παμφαές έρνος,
όσσων ός σκοτόεσσαν απημαύρωσας ομίχλην
πάντη δινηθείς πτερύγων ριπαίς κατά κόσμον
λαμπρόν άγων φάος αγνόν, αφ' ού σε Φάνητα κικλήσκω
ηδέ Πρίηπον άνακτα καί 'Ανταύγην ελίκωπον.
αλλά, μάκαρ, πολύμητι, πολύσπορε, βαίνε γεγηθώς
ες τελετήν αγίαν πολυποίκιλον οργιοφάνταις.

''Αστρων ουρανίων ιερόν σέλας εκπροκαλούμαι
ευιέροις φωναίσι κικλήσκων δαίμονας αγ[ν]ούς.
'Αστέρες ουράνιοι, Νυκτός φίλα τέκνα μελαίνης,
εγκυκλίοις δίναισι † περιθρόνια κυκλέοντες.
ανταυγείς, πυρόεντες, αεί γενετήρες απάντων,
μοιρίδιοι, πάσης μοίρης σημάντορες όντες,
θνητών ανθρώπων θείαν διέποντες αταρπόν,
επταφαείς ζώνας εφορώμενοι, ηερόπλαγκτοι,
ουράνιοι χθόνιοί τε, πυρίδρομοι, αιέν ατειρείς,
αυγάζοντες αεί νυκτός ζοφοειδέα πέπλον,
μαρμαρυγαίς στίλβοντες, εύφρονες εννύχιοί τε:
έλθετ' επ' ευιέρου τελετής πολυΐστορας άθλους
εσθλόν επ' ευδόξοις έργοις δρόμον εκτελέοντες.

<Εις ''Ηλιον>, θυμίαμα λιβανομάνναν.

<Εις Σελήνην>, θυμίαμα αρώματα.

Κλύθι μάκαρ, πανδερκές έχων αιώνιον όμμα,
Τιτάν χρυσαυγής, `Υπερίων, ουράνιον φώς,
αυτοφυής, ακάμα<ς>, ζώιων ηδεία πρόσοψι,
δεξιέ μέν γενέτωρ ηούς, ευώνυμε νυκτός,
κράσιν έχων ωρών, τετραβάμοσι ποσσί χορεύων,
εύδρομε, ροιζήτωρ, πυρόεις, φαιδρωπέ, διφρευτά,
ρόμβου απειρεσίου δινεύμασιν οίμον ελαύνων,
ευσεβέσιν καθοδηγέ καλών, ζαμενής ασεβούσι,
χρυσολύρη, κόσμου τόν εναρμόνιον δρόμον έλκων,
έργων σημάντωρ αγαθών, ωροτρόφε κούρε,
κοσμοκράτωρ, συρικτά, πυρίδρομε, κυκλοέλικτε,
φωσφόρε, αιολόδικτε, φερέσβιε, κάρπιμε Παιάν,
αιθαλής, αμίαντε, χρόνου πάτερ, αθάνατε Ζεύ,
εύδιε, πασιφαής, κόσμου τό περίδρομον όμμα,
σβεννύμενε λάμπων τε καλαίς ακτίσι φαειναίς,
δείκτα δικαιοσύνης, φιλονάματε, δέσποτα κόσμου,
πιστοφύλαξ, αιεί πανυπέρτατε, πάσιν αρωγέ,
όμμα δικαιοσύνης, ζωής φώς: ώ ελάσιππε,
μάστιγι λιγυρήι τετράορον άρμα διώκων:
κλύθι λόγων, ηδύν δέ βίον μύστηισι πρόφαινε.

Κλύθι, θεά βασίλεια, φαεσφόρε, δία Σελήνη,
ταυρόκερως Μήνη, νυκτιδρόμε, ηεροφοίτι,
εννυχία, δαιδούχε, κόρη, ευάστερε, Μήνη,
αυξομένη καί λειπομένη, θήλύς τε καί άρσην,
αυγάστειρα, φίλιππε, χρόνου μήτερ, φερέκαρπε,
ηλεκτρίς, βαρύθυμε, καταυγάστειρα, † νυχία,
πανδερκής, φιλάγρυπνε, καλοίς άστροισι βρύουσα,
ησυχίηι χαίρουσα καί ευφρόνηι ολβιομοίρωι,
λαμπετίη, χαριδώτι, τελεσφόρε, νυκτός άγαλμα,
αστράρχη, τανύπεπλ', ελικοδρόμε, πάνσοφε κούρη,
ελθέ, μάκαιρ', εύφρων, ευάστερε, φέγγεϊ τρισσώι
λαμπομένη, σώζουσα νέους ικέτας σέο, κούρη.



<Φύσεως>, θυμίαμα αρώματα.

<Πανός>, θυμίαμα ποικίλα.

'~Ω Φύσι, παμμήτειρα θεά, πολυμήχανε μήτερ,
ουρανία, πρέσβειρα, πολύκτιτε δαίμον, άνασσα,
πανδαμάτωρ, αδάμαστε, κυβερνήτειρα, παναυγής,
παντοκράτειρα, τιτιμενέα πανυπέρτατε πάσιν
άφθιτε, πρωτογένεια, παλαίφατε, κυδιάνειρα,
εννυχία, πολύτειρε, σελασφόρε, δεινοκαθέκτι,
άψοφον αστραγάλοισι ποδών ίχνος ειλίσσουσα,
αγνή, κοσμήτειρα θεών ατελής τε τελευτή,
κοινή μέν πάντεσσιν, ακοινώνητε δέ μούνη,
αυτοπάτωρ, απάτωρ, ερατή, πολύγηθε, μεγίστη,
ευάνθεια, πλοκή, φιλία, πολύμικτε, δαήμον,
ηγεμόνη, κράντειρα, φερέσβιε, παντρόφε κούρη,
αυτάρκεια, δίκη, Χαρίτων πολυώνυμε πειθώ,
αιθερία, χθονία καί ειναλία μεδέουσα,
πικρά μέν φαύλοισι, γλυκεία δέ πειθομένοισι,
πάνσοφε, πανδώτειρα, κομίστρια, παμβασίλεια,
αυξιτρόφος, πίειρα πεπαινομένων τε λύτειρα.
πάντων μέν σύ πατήρ, μήτηρ, τροφός ηδέ τιθηνός,
ωκυλόχεια, μάκαιρα, πολύσπορος, ωριάς ορμή,
παντοτεχνές, πλάστειρα, πολύκτιτε, ποντία δαίμον,
αιδία, κινησιφόρε, πολύπειρε, περίφρων,
αενάωι στροφάλιγγι θοόν ρύμα δινεύουσα,
πάνρυτε, κυκλοτερής, αλλοτριομορφοδίαιτε,
εύθρονε, τιμήεσσα, μόνη τό κριθέν τελέουσα,
σκηπτούχων εφύπερθε βαρυβρεμέτειρα κρατίστη,
άτρομε, πανδαμάτειρα, πεπρωμένη, αίσα, πυρίπνους,
αίδιος ζωή ηδ' αθανάτη τε πρόνοια:
πάντα σύ εσσι, άνασσα: σύ γάρ μούνη τάδε τεύχεις.
αλλά, θεά, λίτομαί σε σύν ευόλβοισιν εν ώραις
ειρήνην υγίειαν άγειν, αύξησιν απάντων.

Πάνα καλώ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τό σύμπαν,
ουρανόν ηδέ θάλασσαν ιδέ χθόνα παμβασίλειαν
καί πύρ αθάνατον: τάδε γάρ μέλη εστί τά Πανός.
ελθέ, μάκαρ, σκιρτητά, περίδρομε, σύνθρονε ''Ωραις,
αιγομελές, βακχευτά, φιλένθεε, αστροδίαιτε,
αρμονίαν κόσμοιο κρέκων φιλοπαίγμονι μολπήι,
φαντασιών επαρωγέ, φόβων έκπαγλε βροτείων,
αιγονόμοις χαίρων ανά πίδακας ηδέ τε βούταις,
εύσκοπε, θηρητήρ, 'Ηχούς φίλε, σύγχορε νυμφών,
παντοφυής, γενέτωρ πάντων, πολυώνυμε δαίμον,
κοσμοκράτωρ, αυξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν,
αντροχαρές, βαρύμηνις, αληθής Ζεύς ο κεράστης.
σοί γάρ απειρέσιον γαίης πέδον εστήρικται,
είκει δ' ακαμάτου πόντου τό βαθύρροον ύδωρ
'Ωκεανός τε πέριξ † εν ύδασι † γαίαν ελίσσων,
αέριόν τε μέρισμα τροφής, ζωοίσιν έναυσμα,
καί κορυφής εφύπερθεν ελαφροτάτου πυρός όμμα.
βαίνει γάρ τάδε θεία πολύκριτα σαίσιν εφετμαίς:
αλλάσσεις δέ φύσεις πάντων ταίς σαίσι προνοίαις
βόσκων ανθρώπων γενεήν κατ' απείρονα κόσμον.
αλλά, μάκαρ, βακχευτά, φιλένθεε, βαίν' επί λοιβαίς
ευιέροις, αγαθήν δ' όπασον βιότοιο τελευτήν
Πανικόν εκπέμπων οίστρον επί τέρματα γαίης.

<`Ηρακλέος>, θυμίαμα λίβανον.

<Κρόνου>, θυμίαμα στύρακα.

''Ηρακλες ομβριμόθυμε, μεγασθενές, άλκιμε Τιτάν,
καρτερόχειρ, αδάμαστε, βρύων άθλοισι κραταιοίς,
αιολόμορφε, χρόνου πάτερ, † αίδιέ τε † εύφρων,
άρρητ', αγριόθυμε, πολύλλιτε, παντοδυνάστα,
παγκρατές ήτορ έχων, κάρτος μέγα, τοξότα, μάντι,
παμφάγε, παγγενέτωρ, πανυπέρτατε, πάσιν αρωγέ,
ός θνητοίς κατέπαυσας ανήμερα φύλα διώξας,
ειρήνην ποθέων κουροτρόφον, αγλαότιμ[ον],
αυτοφυής, ακάμας, γαίης βλάστημα φέριστον,
πρωτογόνοις στράψας βολίσιν, μεγαλώνυμε Παιών,
ός περί κρατί φορείς ηώ καί νύκτα μέλαιναν,
δώδεκ' απ' αντολιών άχρι δυσμών άθλα διέρπων,
αθάνατος, πολύπειρος, απείριτος, αστυφέλικτος:
ελθέ, μάκαρ, νούσων θελκτήρια πάντα κομίζων,
εξέλασον δέ κακάς άτας κλάδον εν χερί πάλλων,
πτηνοίς τ' ιοβόλοις κήρας χαλεπάς επίπεμπε.

  Κρόνος

'Αιθαλής, μακάρων τε θεών πάτερ ηδέ καί ανδρών,
ποικιλόβουλ', αμίαντε, μεγασθενές, άλκιμε Τιτάν,
ός δαπανάις μέν άπαντα καί αύξεις έμπαλιν αυτός,
δεσμούς αρρήκτους ός έχεις κατ' απείρονα κόσμον,
αιώνος Κρόνε παγγενέτωρ, Κρόνε ποικιλόμυθε,
Γαίης τε βλάστημα καί Ουρανού αστερόεντος,
γέννα, φυή, μείωσι, `Ρέας πόσι, σεμνέ Προμηθεύ,
ός ναίεις κατά πάντα μέρη κόσμοιο, γενάρχα,
αγκυλομήτα, φέριστε: κλύων ικετηρίδα φωνήν
πέμποις εύολβον βιότου τέλος αιέν άμεμπτον.

<''Ηρης>, θυμίαμα αρώματα.

Κυανέοις κόλποισιν ενημένη, αερόμορφε,
''Ηρα παμβασίλεια, Διός σύλλεκτρε μάκαιρα,
ψυχοτρόφους αύρας θνητοίς παρέχουσα προσηνείς,
όμβρων μέν μήτηρ, ανέμων τροφέ, παντογένεθλε:
χωρίς γάρ σέθεν ουδέν όλως ζωής φύσιν έγνω:
κοινωνείς γάρ άπασι κεκραμένη ηέρι σεμνώι:
πάντων γάρ κρατέεις μούνη πάντεσσί τ' ανάσσεις
ηερίοις ροίζοισι τινασσομένη κατά χεύμα.
αλλά, μάκαιρα θεά, πολυώνυμε, παμβασίλεια,
έλθοις ευμενέουσα καλώι γήθοντι προσώπωι.


ΠΗΓΕΣ:
1.     « ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του Γιάννη Λάμψα
2.     ΑΡΧΑΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ του Αρχιμανδρίτη Τιμόθεου Κιλίφη
3.     ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ
4.     Διαδίκτυο(www.hellenicpantheon.gr/orph.htm)

Αναγνώστες