Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Νεκρομαντείο Εφύρας

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΕΦΥΡΑΣ (ή αλλιώς ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΑΧΕΡΟΝΤΑ)

«…Εκεί ο Περιμήδης και ο Ευρύλοχος κρατούσαν σφιχτά τα
σφάγια. Τότε, εγώ τράβηξα το μυτερό σπαθί από το μηρό μου
και άνοιξα λάκκο μ’ ένα πήχη φάρδος και μάκρος και
ολόγυρά του έχυνα σταγόνες από μέλι με γάλα πρώτα,
ύστερα από γλυκό κρασί και τέλος από νεράκι, αφιέρωμα σε
όλους τους νεκρούς. Τέλος, επάνω του πασπάλιζα λευκό
κριθάλευρο….»
( Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία Λ, στ.23-29. )


ΓΕΝΙΚΑ
Η Νεκρομαντεία ή νεκυομαντεία (νέκυς= νεκρός) υπήρξε πανάρχαια πρακτική επικοινωνίας των ¨ζωντανών¨ με τους νεκρούς τους. Προήλθε πιθανότατα από την Ανατολή.
Στην Ελλάδα ενώ αρχικά η πρόσκληση των νεκρών γίνονταν επάνω στο τάφο, αργότερα ιδρύθηκαν νεκρομαντεία σε μέρη όπου θεωρούσαν ότι είναι πύλες του Άδη. Πίστευαν πως εκεί μπορούσαν οι ζωντανοί να λάβουν ¨μαντείες¨ από τους νεκρούς τους. Αναφέρονται πολλά τέτοια μέρη, νεκρομαντεία ή ψυχοπομπεία, όπως του Ηρακλείου της Προποντίδας, κοντά στη λίμνη Άορνο, της Τροιζήνας, της Φρυγίας, της Εφύρας κοντά στο ποταμό Αχέροντα, το οποίο θα αναφερθούμε λεπτομερέστερα παρακάτω. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Περίανδρος, ¨τύραννος¨ της Κορίνθου, πήγε στο νεκρομαντείο της Εφύρας για να πάρει πληροφορίες από τη γυναίκα του Μέλισσα που είχε πεθάνει, σχετικά με το μέρος όπου είχαν κρύψει κάποιο θησαυρό ενός φιλοξενούμενου που είχαν. Η ψυχή της Μέλισσας εμφανίστηκε στους απεσταλμένους, αλλά αρνήθηκε να πει που ήταν ο θησαυρός γιατί ήταν «γυμνή και κρύωνε». Ο Περίανδρος δεν είχε κάψει μαζί με το σώμα της νεκρής γυναίκας του τα φορέματα και τα στολίδια της όπως όριζε το έθιμο. Τότε ο ¨τύραννος¨ έκανε μια σκηνοθετημένη γιορτή στο Ηραίο, λίγο έξω από τη Κόρινθο, καλώντας όλες τις γυναίκες της Κορίνθου. Ύστερα διέταξε τους δορυφόρους του (=πολεμιστές που έφεραν δόρυ, συχνά ακόλουθοι βασιλιάδων και αρχόντων), να τους πάρουν τα φορέματα και τα στολίδια τους. Αφού τα έκαψε σε ένα όρυγμα του τάφου της γυναίκας του, τότε εμφανίστηκε στους απεσταλμένους και υπόδειξε πού ήταν ο θησαυρός.
Πίστευαν επίσης πως οι μάντεις είχαν τη δύναμη να ξεσηκώνουν τους νεκρούς εναντίον άλλων που μπορούσαν να κάνουν κακό.
Ονομαστοί νεκρομάντεις ήταν οι Θεσσαλοί που χρησιμοποιούσαν δύο τρόπους για να καλέσουν τους νεκρούς. Ο ένας τρόπος ήταν ότι ¨διάβαζαν τα οστά¨ (κυρίως του κρανίου) και ο άλλος τρόπος ήταν ότι πρόσφεραν ¨θυσίες και σπονδές αίματος¨ πάνω στο τάφο του νεκρού όπως είχε κάνει και ο μάντης Τειρεσίας.
Από το έργο του Λουκιανού «Μένιππος» ή «Νεκρομαντεία», όπου αναφέρονται τελετές νεκρομαντείας, βλέπουμε πόσο ήταν διαδεδομένη στην Ανατολή η ¨πίστη¨ για την επικοινωνία των ζωντανών με τους νεκρούς. Τη σκηνή τη τοποθετεί στη Βαβυλωνία, στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη. Καθημερινά επί 29 ημέρες ή επί ένα σεληνιακό μήνα, με την εμφάνιση του νέου φεγγαριού, ο ιερέας οδηγούσε πρωί-πρωί εκείνον που ήθελε να επικοινωνήσει με νεκρό στον Ευφράτη και τον έλουζε, απαγγέλλοντας μια επίκληση και τον ξανάφερνε στη κατοικία του χωρίς να βλέπει κανέναν. Η τροφή του ήταν καρύδια, γάλα και νερωμένο κρασί. Ύστερα, τα μεσάνυχτα περίπου, τον πήγαινε στο Τίγρητα ποταμό για να τον εξαγνίσει. Τον καθάριζε με ¨σκιλλοκρόμυδα¨, δαδιά και άλλα, ενώ ψιθύριζε από ¨μέσα¨ του τη πρώτη επωδή. Αφού τον περιέλουζε με ¨μάγια¨ από το κεφάλι ως τα πόδια, τον επανέφερε στο σπίτι βαδίζοντας ανάποδα (αρχ. αναποδίζων) και τότε ήταν έτοιμοι να διαπλεύσουν τον Αχέροντα και την Αχερουσία λίμνη όπου ήταν το Νεκρομαντείο.
Αλλά και ο Οδυσσέας βρέθηκε στο νεκρομαντείο του Αχέροντα. Η μάγισσα Κίρκη στην «Οδύσσεια» του Ομήρου, συμβουλεύει τον Οδυσσέα να πάρει χρησμό από το τυφλό μάντη Τειρεσία για το πώς θα γυρίσει στην Ιθάκη.
Φτάνοντας ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του και τα ζώα της θυσίας στο λόφο με τη σπηλιά που του είχε υποδείξει η Κίρκη, ανοίγει ένα λάκκο με το σπαθί του ένα λάκκο ως μία πήχη μάκρος και πλάτος και προσφέρει χοές για όλους τους νεκρούς. Πρώτα μέλι και γάλα, ύστερα γλυκό κρασί και νερό και σκορπίζει μετά γύρω- γύρω κριθάλευρο. Έπειτα προσεύχεται στις ¨σκιές¨ των νεκρών, υπόσχοντάς τους ότι όταν γυρίσει στην Ιθάκη θα θυσιάσει γι’ αυτούς τη πιο μεγάλη ¨στέρφα¨ αγελάδα και στο μάντη Τειρεσία ξεχωριστά ένα μαύρο κριάρι, το πιο όμορφο από τα κοπάδια του. Έπειτα σφάζει στο λάκκο μια προβατίνα μαύρη και ένα κριάρι έχοντας τα κεφάλια τους προς τη σπηλιά ενώ ο ίδιος ο Οδυσσέας γυρίζει το κεφάλι του βλέποντας το ποτάμι. Στη συνέχεια, ενώ εκείνος προσεύχεται στις ψυχές των νεκρών, οι σύντροφοί του καίνε τα δύο θυσιαζόμενα ζώα.
Η επαφή όμως των θνητών με τους δεν ήταν ακίνδυνη. Προς το τέλος της «Οδύσσειας» (ραψ. χ ), ο Οδυσσέας καίει θειάφι για να καθαρίσει το παλάτι από το μίασμα του θανάτου όταν σκότωσε τους μνηστήρες.

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟΥ
Βρίσκεται στη δυτική Ήπειρο, στο νομό Πρέβεζας, στη βόρεια όχθη του Αχέροντα και στο χωριό Μεσοπόταμος. Σ’ αυτό το σημείο έσμιγε ο ποταμός Αχέροντας με δυο άλλους μικρότερους ποταμούς, του Μαύρου (του αρχαίου Κωκυτού) και του Βουβού (του αρχαίου Πυριφλεγέθοντα) όπου χύνονταν στη θάλασσα, στον όρμο της Αμμουδιάς όπως σήμερα. Η πεδιάδα όπου διασχίζουν ο Κωκυτός και ο Αχέροντας ήταν η αρχαία Ελεάτις ή Ελαιάτις (σήμερα ονομάζεται Βέλιανη). Ο όρμος της Αμμουδιάς ήταν στην αρχαιότητα πιο ευρύχωρος και η θάλασσα εισχωρούσε προς το εσωτερικό. Αλλά σήμερα με τις αποθέσεις του Αχέροντα τείνει να εξαφανιστεί.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Κάτω από το ναό της μονής του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου και το σύγχρονό της νεκροταφείο του 18ου αι., ήταν το αρχαίο νεκρομαντείο. Οι ανασκαφές έγιναν από τον καθηγητή αρχαιολογίας κ. Σωτήρη Δάκαρη.
Ένας πολυγωνικός ορθογώνιος περίβολος, διαστάσεων 62,40 Χ 46,30μ., με είσοδο από τη βόρεια πλευρά, περιβάλει ένα τετράγωνης κάτοψης κτίριο. Το κτίριο αυτό χωρίζεται με δύο παράλληλους τοίχους σε μία κεντρική αίθουσα διαστάσεων 15 Χ 4,25μ. και δύο πλάγια κλίτη που χωρίζονται πάλι με ενδιάμεσους τοίχους σε τρία δωμάτια που επικοινωνούν μεταξύ τους και με το κεντρικό κλίτος.
Κάτω από τη κεντρική αίθουσα βρίσκεται μία ισομεγέθης υπόγεια αίθουσα λαξευμένη στο βράχο, πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με τη προϊστορική λατρεία.
Δεκαπέντε πώρινα τόξα στηρίζουν την οροφή της υπόγειας κρύπτης που ταυτόχρονα είναι και δάπεδο υπέργειας αίθουσας. Τα τόξα αυτά έχουν λαξευτεί με ιδιαίτερη προσοχή. Κάθε θολίτης της μιας έχει το ίδιο πλάτος με το θολίτη της επόμενης σειράς. Έτσι οι αρμοί των δεκαπέντε τόξων συστοιχούν, τονίζοντας το βάθος της υπόγειας αίθουσας. Είναι το σκοτεινό ανάκτορο της Περσεφόνης και του Άδη. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο Ιερό του Άδη. Από εκεί ο ¨επισκέπτης¨ περνούσε στο βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δυο δωμάτια και ένας λουτρώνας, που χρησίμευαν για να κοιμούνται οι ¨προσκυνητές¨. Εκεί στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο επισκέπτης-προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Ο επισκέπτης έτρωγε χοιρινό κρέας, κουκιά, κριθαρένιο ψωμί και στρείδια (θαλασσινά), δηλαδή τροφές που σχετίζονταν με τους νεκρούς και τα νεκρόδειπνα. Έπινε γάλα, μέλι και νερό. Υποβαλλόταν σε πράξεις εξαγνισμού και μαγείας. Άκουγε από το ιερέα –συνοδό και οδηγό του- θαυμαστές διηγήσεις, προσευχές και επωδούς, δεήσεις προς τα υποχθόνια πνεύματα και έκανε λουτρά στο παρακείμενο δωμάτιο για να καθαρθεί και να μείνει αλώβητος από την επαφή με τις σκιές των νεκρών.
Πριν περάσει στον ανατολικό διάδρομο έριχνε προς τα δεξιά του σε ένα σωρό από πέτρες, μια πέτρα για να απομακρύνει την ¨κακή επήρεια¨, κάνοντας συμβολικά πράξη καθαρμού, πλένοντας τα χέρια του σε ένα πιθάρι γεμάτο νερό, που βρισκόταν αριστερά της τρίτης πύλης. Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για τη τελική προετοιμασία. Είναι άγνωστο πόσο περίμενε εκεί. Όταν έφτανε η κρίσιμη στιγμή της ¨επικοινωνίας¨ με τους νεκρούς που ήθελε να επικοινωνήσει, εισέρχονταν με τον ιερέα-συνοδό του στον ανατολικό διάδρομο, έχοντας μαζί του τις προσφορές που προορίζονταν (χοές και θυσία).
Στο διάδρομο θυσίαζε ένα πρόβατο μέσα σε λάκκους. (Βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές λείψανα ανθράκων και κόκαλα ζώων). Ύστερα περνούσε στο λαβύρινθο, ένα διάδρομο ¨μαιανδρικό¨ που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της παραπλάνησης.
Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες σιδερόφραχτες –όσες και οι πύλες του Άδη- με μεγάλα σιδερένια καρφιά, πολλά από τα οποία βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές. Από τις πύλες αυτές σώζονται καλά η μεσαία και η Τρίτη που οδηγεί στη κεντρική αίθουσα. Σ’ αυτό το λαβύρινθο φαίνεται κατά πάσα πιθανότητα, ότι ο προσκυνητής πρόσφερε την άλφιτα (=κριθάλευρο), γιατί στο πάτωμα βρέθηκαν πλήθος από ευρύστομα αγγεία, κυρίως λεκάνες, κατάλληλες για στερεές προσφορές και ένα πήλινο λυχνάρι του 3ου-2ου π.Χ. αι. Τέλος περνώντας τη τελευταία πύλη, ασφαλισμένη με μια σύγχρονη σιδερένια πόρτα που απομιμείται τις αρχαίες πύλες, έφτανε στη κεντρική αίθουσα.
Εκεί έριχνε ένα ακόμη λιθάρι και έχυνε στο λίθινο πάτωμα τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.
Σε όλη τη διαδρομή ο ιερέας- οδηγός του δεν σταματούσε να επικαλείται –σύμφωνα με τον Λουκιανό (Μένιππος) τις ψυχές των νεκρών, την Εκάτη και την Περσεφόνη, αναμιγνύοντας μερικά ¨βαρβαρικά¨ και χωρίς σημασία ονόματα και πολυσύλλαβες λέξεις.
Η αίθουσα αυτή αποτελούσε και το τέρμα της πορείας εφ’ όσον εκεί θα εμφανίζονταν τα ¨είδωλα¨ των νεκρών για να επικοινωνήσουν με τους θνητούς – προσκυνητές.
Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά τις ημέρες που παρέμεναν εκεί στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η μόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι επικλήσεις, οι προσευχές, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών, δημιουργούσαν στον προσκυνητή τη ψυχική προδιάθεση. Σ’ αυτό συνέβαλε και η ¨ειδική¨ δίαιτα.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, όταν έφευγε ο επισκέπτης δεν ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο για να μη συναντήσει τους άλλους που θα έρχονταν ή διέμεναν στα δωμάτια του βόρειου διαδρόμου ή της αυλής. Ύστερα ήταν ανάγκη να καθαρθεί από το ¨μίασμα¨ από την ¨επαφή¨ του με τους νεκρούς. Η αποχώρηση γίνονταν από τον ανατολικό διάδρομο που επικοινωνούσε με μια θύρα με τον εξωτερικό διάδρομο. Στο βόρειο άκρο του διαδρόμου, βρέθηκαν στο βάθος των επιχώσεων, λείψανα ενός δωματίου όπου θα διέμενε ο προσκυνητής για τον τριήμερο καθαρμό. Από εκεί θα κατηφόριζε στην ανατολική πλαγιά του λόφου προς το ρέμα του Κωκυτού, τηρώντας απόλυτη σιγή για όσα άκουσε και είδε. Όποιος μιλούσε και ανακοίνωνε τα ¨απόρρητα του Άδη¨, κατηγορούνταν για ασέβεια και η ποινή ήταν, ο θάνατος.
Το « Νεκρομαντείο του Αχέροντα» καταστράφηκε το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους που το πυρπόλησαν.
***
ΠΗΓΕΣ:
1. PETER KUMENHOVEN (Εκδόσεις ΗΛΙΑΝΘΟΣ)
2. PHILIPP VANDENBERG : «Το Μυστήριο των Μαντείων» (Εκδόσεις ΚΟΝΙΔΑΡΗ)
3. ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΛΑΣΙΚΟΙ- Ομήρου «Οδύσσεια», Μετάφραση: Νικ. Νικολίτσης
4. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ- « ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
5. ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ (φωτογραφίες)

2 σχόλια:

  1. πήγα πέρυσι το καλοκαίρι στην Εφύρα ιδιαίτερο μέρος

    tnx

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φίλε ή φίλη. Πήγα πριν 15 χρόνια για πρώτη φορά. Μου έμεινε αξέχαστο το ενεργειακό αυτό τοπίο. Μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε το μαλακό χώμα, στο τέλος σχεδόν της πορείας, στην αίθουσα.Είναι από το αίμα των θυσιασμένων ζώων.

      Διαγραφή

Αναγνώστες