ΠΕΛΛΑ
Νόμισμα από την αρχαία Πέλλα |
ΓΕΝΙΚΑ
Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, στην περιοχή της Βοττιαίας. Βρισκόταν κοντά στη σύγχρονη πόλη Γιανιτσά και κοντά στον χαμηλότερο ρου του Αξιού ποταμού (Βαρδάρη). Πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο ήρωα που την έχτισε. Έγινε πρωτεύουσα των Μακεδόνων από τον Αρχέλαο (413-399 π.Χ.), που μετέφερε τη πρωτεύουσα από τις Αιγές (σημερινή Έδεσσα), ενώ υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αποτέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των Διαδόχων, περιήλθε στους Ρωμαίους μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και από τότε περιήλθε σιγά-σιγά σε παρακμή.
Οι πληροφορίες για την Πέλλα είναι σχετικά λίγες και μάλιστα προέρχονται αποκλειστικά από τους εχθρούς της. Για την περίοδο πριν από την ακμή των Μακεδόνων μας πληροφορούν γι’ αυτούς κυρίως οι αντίπαλοί τους, Αθηναίοι. Για την εποχή της πτώσης των Μακεδόνων πάλι μας πληροφορούν εχθροί τους, όπως ο Ρωμαίος Λίβιος, ή ρωμαιοκρατούμενοι Έλληνες, όπως ο Πολύβιος. Η πληροφορία του Στεφάνου Βυζαντίου, ότι η Πέλλα της Μακεδονίας ονομαζόταν προηγουμένως Βούνομος ή Βουνόμεια, φαίνεται πως αναφέρεται στους αρχαιότατους χρόνους.
Στους ιστορικούς χρόνους την Πέλλα αναφέρει πρώτος ο Ηρόδοτος (7, 123), όταν περιγράφει την πορεία του Ξέρξη μέσω της Μακεδονίας προς τις Θερμοπύλες. Ειδικότερα, μνημονεύοντας τον Αξιό αναφέρει πως το ποτάμι αυτό είναι σύνορο της Μυγδονίας και της Βοττιαίας, «της οποίας την παραθαλάσσια στενή λωρίδα γης κατέχουν οι πόλεις Ίχναι και Πέλλα». Ίχναι ονομαζόταν η πόλη που εντοπίζεται ανάμεσα στη σημερινή Νέα Χαλκηδόνα και στα Κουφάλια, αμέσως δηλαδή μετά τον Αξιό. Επομένως, η Πέλλα πρέπει να ήταν χτισμένη δυτικότερα. Η λωρίδα γης που κατείχε η Βοττιαία ήταν στενή, γιατί στην εύφορη σήμερα πεδιάδα των Γιαννιτσών υπήρχαν τότε έλη και η λίμνη Λουδία. Μετά τον Ηρόδοτο, η Πέλλα αναφέρεται από τον Θουκυδίδη δύο φορές: την πρώτη, όταν περιγράφει την εξάπλωση των Μακεδόνων από το Βέρμιο και τα Πιέρια στα Ανατολικά, πριν από την εποχή του, και τη δεύτερη, όταν διηγείται την εισβολή (429 π.Χ) των Θρακών υπό τον βασιλιά των Οδρυσών Σιτάλκη στο βασίλειο του Περδίκκα. Οι Έλληνες του νότου ελάχιστα πρόσεξαν τη δραστηριότητα του Αρχελάου κατά τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Θουκυδίδης, επαινετικά αλλά χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, μας πληροφορεί ότι ο Αρχέλαος έχτισε κάστρα, κατασκεύασε ευθείς δρόμους, οργάνωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις κλπ., ενώ ο Σωκράτης ειρωνεύεται την ίδρυση ανακτόρων στην Πέλλα: «Ο Αρχέλαος καταξοδεύτηκε να χτίσει οικία, κάλεσε και τον Ζεύξη να τη ζωγραφίσει, αλλά για τη βελτίωσή του δεν φρόντισε, με αποτέλεσμα να πάνε οι άνθρωποι από όλο τον κόσμο να δουν την οικία, αλλά κανείς δεν πάει να δει τον Αρχέλαο» (Aelianus, Varia Historia, 14, 17). Μόνο αργότερα, με τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, φάνηκε η σημασία της μεταφοράς της μακεδονικής πρωτεύουσας από το φυσικό οχυρό των Αιγών (της Έδεσσας) στην Πέλλα, σε μια θέση της πεδιάδας που πλεονεκτούσε μόνο επειδή ήταν κοντά στη θάλασσα και έδινε περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης. Όταν μετέφερε την πρωτεύουσα στην Πέλλα, ο Αρχέλαος δεν παρέβλεψε και την πολιτιστική πλευρά. Εκτός από τον ζωγράφο Ζεύξη, έζησαν –για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα- καλεσμένοι στην Αυλή του ο τραγικός Αγάθων, ο ποιητής Τιμόθεος ο Μιλήσιος και ο Ευριπίδης, ο οποίος εκεί έγραψε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και τις «Βάκχες», ενώ από ένα άλλο έργο του, τον «Αρχέλαο», όπου είχε πλάσει έναν αξιοθαύμαστο πρόγονο του οικοδεσπότη του, σώθηκαν μόνο αποσπάσματα.
Από την εποχή του Αρχελάου σημειωνόταν διαρκώς μεγαλύτερη ακμή της Πέλλας. Στα χρόνια του Ξενοφώντα αναφέρεται ως η μεγαλύτερη μακεδονική πόλη (Ελληνικά, 5, 2, 13). Συνεπώς η ρήση του Δημοσθένη (18, 68), ότι ο Φίλιππος γεννήθηκε «εν χωρίω μικρώ και αδόξω» φαίνεται υπερβολική. Περίεργο είναι ότι οι πληροφορίες είναι αραιές και για την Πέλλα επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου, αλλά και επί των Διαδόχων. Οι μακεδονικές πηγές δεν διασώθηκαν, γεγονός που εξηγείται από τη σκληρότητα με την οποία έπληξαν οι Ρωμαίοι το κέντρο αυτό του ελληνισμού. Είναι πάντως πιθανό ότι οι καλύτερες ημέρες της Πέλλας ήταν τα χρόνια της μακράς βασιλείας του φιλοσόφου βασιλιά Αντιγόνου Γονατά (274-239 π.Χ.). Ο φίλος αυτός της Στοάς φιλοξένησε στην Πέλλα τον κυνικό φιλόσοφο Βίωνα τον Βορυσθενίτη, πολέμιο των παθών και των προκαταλήψεων, τον ποιητή Άρατο τον Σολέα, ο οποίος –πιθανώς μετά από προτροπή του Αντιγόνου- έγραψε στην Πέλλα τα Φαινόμενά του, τον Ρόδιο επικό ποιητή Ανταγόρα, που έγραψε Ύμνο στον έρωτα κ.ά.
Η μοναδική περιγραφή της Πέλλας η οποία διασώθηκε είναι αυτή του Ρωμαίου ιστορικού Λίβιου (44, 46, 4-7), ο οποίος την έγραψε με αφορμή την επίθεση του Αιμιλίου Παύλου μετά τη μάχη της Πύδνας: «Ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος αναχώρησε από την Πύδνα με όλο το στρατό του και σε δύο μέρες έφτασε στην Πέλλα, στρατοπέδευσε ένα ρωμαϊκό μίλι πρίν από την πόλη, δηλαδή στα Δυτικά, και έμεινε μερικές μέρες στο στρατόπεδο εξετάζοντας τη θέση της πόλης από όλες τις πλευρές. Παρατήρησε πως ήταν σοβαροί οι λόγοι για τους οποίους την επέλεξαν για πρωτεύουσα: απλώνεται σε έναν λόφο, την περιβάλλουν έλη αδιάβατα χειμώνα-καλοκαίρι, που σχηματίζονται από το ξεχείλισμα ποταμών, από το έλος που είναι πιο κοντά στην πόλη υψώνεται σαν νησί ο Φάκος, στέκει επάνω σε τούμπα, μια τεράστια κατασκευή που έχει προορισμό να κρατήσει το βάρος του τείχους και να μην ενοχλεί την πόλη το νερό του γύρω έλους. Από κάποια απόσταση φαίνεται πως το τείχος του Φάκου ενώνεται με το τείχος της πόλης, χωρίζεται όμως από ποτάμι ανάμεσα στα δύο τείχη, αλλά ενώνεται και με γέφυρα. Έτσι δεν μπορεί πολιορκητής να πλησιάσει απ’ έξω στο Φάκο ούτε υπάρχει τρόπος διαφυγής για κείνους που έχει φυλακίσει εκεί ο βασιλιάς, παρά μόνο από τη γέφυρα, η οποία εύκολα φυλάσσεται. Εκεί ήταν και το βασιλικό θησαυροφυλάκιο».
Ο Φάκος, το κάστρο της λίμνης, αναφέρεται και από τον Πολύβιο (31, 17, 2), από τον οποίο μαθαίνουμε ότι εκεί ο Μακεδόνας Δαμάσιππος σκότωσε τους συνέδρους της ρωμαιοκρατίας. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει επίσης (30, 11, 1) την «εν Φάκω γάζαν», δηλαδή το θησαυροφυλάκιο. Άλλοι συγγραφείς, όπως ο Σκύλαξ και ο Στράβων, μας πληροφορούν ότι από τη θάλασσα υπήρχε ανάπλους μέχρι την Πέλλα και ότι η απόσταση ήταν 120 στάδια , μικρότερη δηλαδή από τη σημερινή απόσταση Θεσσαλονίκης-Πέλλας που είναι 38 χλμ. Τα πλοία φαίνεται πως ακολουθούσαν τον ρου του κάτω Λουδία, ύστερα την ομώνυμη λίμνη και τέλος από κανάλι έφταναν έως τον Φάκο. Από τις πληροφορίες για τα μνημεία της Πέλλας σημαντική είναι μόνο η είδηση ότι ο Περσέας πριν αναχωρήσει προς τα Δυτικά για να συναντήσει τον Αιμίλιο Παύλο προσέφερε εκατόμβη στην Αθηνά Αλκίδημο. Τρομερή ήταν η καταστροφή που υπέστη η Πέλλα από τους Ρωμαίους. Επτά μέρες κράτησε ο θρίαμβος του νικητή Αιμιλίου Παύλου στη Ρώμη, όπου παρέλασαν οι αιχμάλωτοι και τα λάφυρα. Η μακεδονική πρωτεύουσα διατήρησε πάντως την ονομασία της (Colonia Julia Augusta Pella) και έγινε πρωτεύουσα μιας από τις 4 μοίρες στις οποίες χώρισαν οι Ρωμαίοι τη Μακεδονία. Δέχτηκε Ρωμαίους αποίκους, αλλά δεν έχασε τον ελληνικό της χαρακτήρα, αφού, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές, η γλώσσα των κατοίκων ήταν η ελληνική. Το ένδοξο παρελθόν συνετέλεσε ώστε να διατηρηθεί κάπως το όνομά της μέχρι τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Ένα γειτονικό κεφαλάρι νερού λέγεται ακόμα, κατά παράδοση, Λουτρά της Πέλλας ή Λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Με βάση την περιγραφή κυρίως του Λίβιου, περιηγητές και αρχαιολόγοι ταύτισαν κάπως αόριστα την Πέλλα από το τέλος του 18ου και κατά τον 19ο αι. Άλλοι την τοποθετούσαν γύρω στην (Παλαιά) Πέλλα, άλλοι νοτιότερα, όπου βρίσκεται ο Φάκος και άλλοι δυτικότερα, κοντά στα λουτρά.
Οι πρώτες ανασκαφές στην Πέλλα έγιναν όταν απελευθερώθηκε η Μακεδονία από τους Τούρκους από τον Γεώργιο Οικονόμο με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Στις πρώτες εκείνες ανασκαφές , τις οποίες διέκοψε όμως ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, αποκαλύφθηκαν λείψανα σπιτιών με κεντρική υπαίθρια αυλή, υπόγεια δεξαμενή νερού, θησαυρός νομισμάτων του Κασσάνδρου, χάλκινα και σιδερένια σκεύη, χάλκινα εξαρτήματα κλίνης κλπ. Από τότε, η Πέλλα ουσιαστικά λησμονήθηκε μέχρι το 1954, οπότε ξανάρχισε η αρχαιολογική έρευνα, δοκιμαστικά στην αρχή, αλλά με εκπληκτικά αποτελέσματα, μετά τα οποία άρχισαν συστηματικές ανασκαφές της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (το 1957)..
Τα αρχαιότερα ευρήματα από την περιοχή της Πέλλας ανάγονται τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Χαλκού. Προέρχονται από τα χωράφια γύρω στα λεγόμενα Λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από το ύψωμα όπου χτίστηκε αργότερα η ακρόπολη και το ανάκτορο του Αρχέλαου και από το ύψωμα του Φάκου, στην άλλοτε λίμνη. Η τελευταία θέση, όπως απέδειξαν οι δοκιμαστικές τομές, είναι παλαιότατος συνοικισμός και όχι έργο των Μακεδόνων βασιλιάδων, όπως παρασύρεται να πιστέψει ο αναγνώστης της περιγραφής του Λιβίου. Ο προϊστορικός συνοικισμός του Φάκου είναι ίσως η Βούνομος ή Βουνόμεια, που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος, η οποία ονομάστηκε Πέλλα όταν μεταφέρθηκε στους πετρώδεις λόφους, αφού Πέλλα σημαίνει βράχος. Πράγματι τα κτίρια της ακρόπολης πατούν πάνω σε βράχο.
Τα πρώτα κλασικά και ελληνιστικά ευρήματα των ανασκαφών ήρθαν στο φως με δοκιμαστικές τομές σε διάφορα σημεία, αφού δεν υπήρχαν επιφανειακές ενδείξεις άλλες από τους τύμβους (τούμπες) που κρύβουν τάφους. Ένας από τους τάφους αυτούς, η κούφια τούμπα, είχε ερευνηθεί από τον καιρό της τουρκοκρατίας. Δοκιμαστικές τομές, που έγιναν το 1957 σε όλη την έκταση του τριγώνου που σχηματίζουν η σημερινή κωμόπολη (Παλαιά) Πέλλα και η Νέα Πέλλα με τον Φάκο, βεβαίωσαν την ύπαρξη αρχαίων λειψάνων, σε μια έκταση με ακτίνα περίπου 2 χλμ. Διαπιστώθηκε ότι η ακρόπολη δεν ήταν μόνο στο ύψωμα του χωριού, αλλά και στο δυτικότερο, όπου δεν παρατηρήθηκαν προηγουμένως αρχαία λείψανα. Το τείχος της ακρόπολης, όπως και της κάτω πόλης και του Φάκου, δεν διατηρήθηκε ορατό, γιατί στην ανωδομή του ήταν πλίνθινο. Από το δίδυμο ύψωμα της ακρόπολης κατέβαινε προς τη λίμνη με δύο σκέλη, τη γραμμή των οποίων μπορούμε να παρακολουθήσουμε μόνο από τη μαλακή ράχη, που σχηματίστηκε με τον καιρό μετά την πτώση της πλίνθινης κατασκευής. Έξω από τη γραμμή αυτή των τειχών υψώνονται οι τύμβοι και ανασκάφηκαν τάφοι.
Στον δυτικό λόγο της ακρόπολης αποκαλύφθηκαν λείψανα των σπουδαιότερων κτιρίων της πρωτεύουσας. Οι τοίχοι, πάχους μέχρι 2,20 μ. , είναι χτισμένοι στο κάτω μέρος με πελώριους πωρόλιθους, ενώ οι ορθοστάτες έχουν ύψος 1,07 μ. , πάχος γύρω στα 60 εκ. και μήκος μέχρι 2,34 μ. Από τα αρχιτεκτονικά μέλη άλλα είναι δωρικού και άλλα ιωνικού ρυθμού. Δωρικό πώρινο κιονόκρανο, των αρχών του 4ου αι. π.Χ., έχει άβακα με πλευρά 1,20 μ. , ενώ θραύσματα ιωνικών κιόνων μαρτυρούν ιωνικό ρυθμό σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα. Μέρη τριγωνικών αναθηματικών μνημείων είναι από κυανωπή πέτρα, αλλά υπάρχουν και μαρμάρινα μέλη μνημειακά (ανθέμιο, αρχιτεκτονικό γλυπτό κ.ά.). Όλα αυτά δικαιολογούν την υπόθεση ότι στον δυτικό λόγο της ακρόπολης υψωνόταν το ανακτορικό σύμπλεγμα του Αρχελάου, που θα είχε μέσα και ναό, τον ναό της Αλκιδήμου Αθηνάς, με αναθήματα κλπ. Βέβαια, δέχτηκε σε νεότερους χρόνους προσθήκες, επισκευές και τροποποιήσεις, στις οποίες ανήκουν τα νεότερα, ελληνιστικής εποχής αρχιτεκτονικά μέλη. Στο ανάκτορο του Αρχελάου, άλλωστε, θα πρέπει να έγινε μεγάλη χρήση ξύλου και ζωγραφικής διακόσμησης που χάθηκε. Ο οχυρωτικός περίβολος του ανακτόρου ίσως αποτελούσε μέρος και συνέχεια του περιβόλου των τειχών της πόλης, τα οποία στην ανωδομή της ήταν πλίνθινα.
Καλύτερα διατηρημένα είναι τα ευρήματα του ανασκαφικού τομέα 1, στο κέντρο της αρχαίας πόλης, στα Β της οδού Θεσσαλονίκης-Έδεσσας και Δ του δρόμου προς την (Παλαιά) Πέλλα. Εκεί αποκαλύφθηκαν τμήματα 6 οικοδομικών τετραγώνων, που ήταν χτισμένα σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Το πρώτο οικοδομικό τετράγωνο έχει 3 περίστυλες αυλές, γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται στοές και δωμάτια. Είναι ο τύπος του ελληνικού σπιτιού με περιστύλιο. Όμοια περίπου διαρρύθμιση έχουν και τα άλλα οικοδομικά τετράγωνα. Οι δρόμοι γύρω έχουν πλάτος περίπου 9 μ. Σε άλλους περνούν υπόγειες σωληνώσεις υδραγωγείου, σε άλλους χτιστοί υπόνομοι αποχέτευσης. Μερικά κτίρια ήταν διώροφα στη βορινή τους πτέρυγα, που έβλεπαν μεσημβρινά-δυτικά, προς τον κάμπο και τον Όλυμπο. Αυτό βεβαιώνεται από λείψανα χτιστών κλιμάκων, κιονίσκους και πεσσίσκους, που θα είχαν θέση σε δεύτερο όροφο. Από τις κιονοστοιχίες των περιστυλίων σώζονται κίονες και γείσα από εκλεκτό πωρόλιθο, που τον κάλυπτε κονίαμα. Οι λεπτομέρειες ήταν διακοσμημένες με ζωηρά χρώματα. Όμοια έγχρωμα κονιάματα σώζονται από τους τοίχους, που στην ανωδομή τους ήταν μάλλον πλίνθινοι και δεν διατηρήθηκαν.
Τα δάπεδα των ισογείων δωματίων διατηρούνται στρωμένα με ψηφιδωτά. Άλλα είναι εντελώς απλά, άλλα διακοσμούνται με γεωμετρικά σχήματα (ρόμβους, τεμνόμενα τρίγωνα κλπ.) και άλλα, των ανδρώνων, έχουν παραστάσεις. Όλα είναι κατασκευασμένα με χαλίκια, διαλεγμένα στο φυσικό σχήμα και χρώμα τους. Κατά το 1957 στο κτίριο Ι αποκαλύφθηκαν 4 ψηφιδωτά με παραστάσεις. Τα ψηφιδωτά αυτά εικονίζουν: Διόνυσο γυμνό πάνω σε πάνθηρα, με το κεφάλι στεφανωμένο και με το θύρσο στο αριστερό χέρι, κυνήγι λιονταριού, ίσως το γνωστό επεισόδιο από τη ζωή του Αλεξάνδρου, όταν ο Κρατερός του έσωσε τη ζωή, κοντά στα Σούσα, γρύπα που κατασπαράζει ελάφι, ζεύγος Κενταύρων, που θυμίζει γνωστό έργο του Ζεύξη, και μια οικογένεια Κενταύρων, από τις λίγες περιπτώσεις απεικόνισης θηλυκής Κενταύρου.
Κατά το 1961, στο οικοδομικό τετράγωνο 5 αποκαλύφθηκαν άλλα 4 ψηφιδωτά δάπεδα. Το ένα είναι πολύ φθαρμένο, ενώ τα άλλα τρία παριστάνουν αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα, με τα ονόματα των δύο κύριων προσώπων στο σύμπλεγμα του κέντρου, το όνομα του ηνίοχου που περιμένει με τέθριππο άρμα αριστερά (Φόρβας), και τη Δηιάνειρα δεξιά, μια φίλη ή συγγενή της Ελένης, που τείνει χείρα βοηθείας προς αριστερά, αλλά φεύγει έντρομη προς δεξιά, κυνήγι ελαφιού, μια σύνθεση περισσότερο ανεπτυγμένη από το κυνήγι του λιονταριού, με την επιγραφή του τεχνίτη «Γνώσις επόησεν», και «Αμαζονομαχία», ένα θέμα πιο συνηθισμένο στην αρχαία ελληνική τέχνη. Μερικές από τις ψηφιδωτές παραστάσεις περιβάλλονται από πλαίσια με φυτικά, γεωμετρικά και άλλα μοτίβα, που θυμίζουν χαλιά. Τα ψηφιδωτά είναι πράγματι τοποθετημένα σε θέση (στο κέντρο του δωματίου ή μπροστά στο κατώφλι) όπου συνήθως τοποθετούσαν χαλί. Ένα τέτοιο ψηφιδωτό στόλιζε ολόκληρο το δάπεδο κυκλικής αίθουσας, σε άλλον ανασκαφικό τομέα, κοντά στην άλλοτε λίμνη και μοιάζει με ψηφιδωτό που βρέθηκε στη Βεργίνα. Τα ψηφιδωτά και τα κτίρια του τομέα 1 χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. (μάλλον γύρω στο 300 π.Χ.), δηλαδή στους καλούς χρόνους της Πέλλας που ακολούθησαν τις κατακτήσεις του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Από τα γλυπτά της Πέλλας, αξιόλογα είναι μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη (Μουσείο Κωνσταντινούπολης), ένα αετωματικό μαρμάρινο ανάγλυφο ιππέα (Μουσείο Θεσσαλονίκης), ένα μαρμάρινο λαγωνικό, ένα κεφάλι του Αλεξάνδρου και ένα χάλκινο αγαλμάτιο Ποσειδώνα (Μουσείο Πέλλας).
Από τις επιγραφές, αξιόλογες είναι μερικές αναθηματικές προς τον Ασκληπιό, τους Μεγάλους Θεούς, τον Μειλίχιο Δία, τον Ηρακλή, τις Μούσες κ.ά. Μαρτυρούνται και άλλες λατρείες στη μακεδονική πρωτεύουσα: ο Περσέας προσέφερε εκατόμβη στην Αθηνά Αλκίδημο, ο Απόλλων εικονιζόταν σε νομίσματα της Πέλλας, όπως άλλωστε και τα σύμβολά του (λύρα και τρίποδας), ενώ σε άλλα νομίσματα εικονίζεται η Δήμητρα. Υπάρχουν, εξάλλου, πολλές ενδείξεις λατρείας του Διονύσου, του Πάνα και των Νυμφών. Από τα νομίσματα, συμπεραίνεται επίσης λατρεία του Ερμή στη ρωμαϊκή εποχή, της ρωμαϊκής Ειρήνης και της Ελπίδας. Ωστόσο, σπουδαία θέση στη λατρεία των Μακεδόνων είχαν κυρίως ο Δίας και ο πρόγονος των Μακεδόνων βασιλιάδων Ηρακλής.
Οι προανασκαφικές έρευνες, που άρχισαν από το 1954, οι δοκιμαστικές τομές του Απριλίου 1957 και οι συστηματικές ανασκαφές τροποποίησαν την εικόνα που είχαμε προηγουμένως για την Πέλλα με βάση τον Δημοσθένη και τους Ρωμαίους συγγραφείς. Τώρα γίνεται δεκτό ότι οι Μακεδόνες δεν πήραν μόνο, αλλά και έδωσαν στοιχεία για την εξέλιξη του ελληνιστικού πολιτισμού, ιδιαίτερα της τέχνης, που απλώθηκε στο ενιαίο ιστορικό πεδίο της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Με βάση τα σημερινά δεδομένα αναγνωρίζεται η συμβολή της μακεδονικής αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής εσωτερικών χώρων στην ανάπτυξη των τεχνοτροπιών, που μελετήθηκαν και ονομάστηκαν κυρίως από την Πομπηία.
ΠΗΓΕΣ:
- Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
- «Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου : Ελλάδα- Ρώμη» του Γιάννη Λάμψα
- Φωτογραφίες από το διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου